flood
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
flood | floods |
flood (en)
- η πλημμύρα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | flood |
γ΄ ενικό ενεστώτα | floods |
αόριστος | flooded |
παθητική μετοχή | flooded |
ενεργητική μετοχή | flooding |
flood (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πλημμυρίζω, γεμίζω, καλύπτομαι με νερό
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πλημμυρίζω, γεμίζω με νερό που ξεχειλίζει από τη φυσική κοίτη του
- ⮡ Every winter the river floods from the rains.
- Κάθε χειμώνα το ποτάμι πλημμυρίζει από τις βροχές.
- ⮡ There’s a risk of coastal cities flooding from melting ice.
- Υπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσουν οι παραθαλάσσιες πόλεις από την τήξη των πάγων.
- ⮡ Every winter the river floods from the rains.
- (αμετάβατο) πλημμυρίζω, εισρέω, φτάνουν κάπου σε μεγάλους αριθμούς
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) πλημμυρίζω, κατακλύζω, στέλνω κάτι κάπου σε μεγάλους αριθμούς
- (μεταβατικό) πλημμυρίζω, γίνομαι ή κάνω κάτι να γίνει διαθέσιμο σε ένα μέρος σε μεγάλους αριθμούς
- ⮡ The market was flooded with TVs and videos.
- Πλημμύρισε η αγορά από/με τηλεοράσεις και βίντεο.
- ⮡ The market was flooded with TVs and videos.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πλημμυρίζω, για ένα συναίσθημα ή μια σκέψη που επηρεάζει κάποιον ξαφνικά και έντονα
- ⮡ flooded with happy feelings - πλημμυρισμένος από ευχάριστα συναισθήματα
- ⮡ My chest is flooding with joy/with anger/with rage.
- Το στήθος μου πλημμυρίζει από χαρά/από θυμό/από οργή.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πλημμυρίζω, απλώνομαι ξαφνικά μέσα σε κάτι· καλύπτω κάτι
- ⮡ Light flooded the room.
- Το δωμάτιο πλημμύρισε (στο) φως.
- ⮡ Light flooded the room.