flog

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

flog (en)

  1. μαστιγώνω
  2. (ΗΒ) πουλάω
  3. (στην Αυστραλία) κλέβω κάτι
  4. (στην Αυστραλία) νικώ