float

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

float (en)

  1. επιπλέω
  2. (πληροφορική) κυμαίνομαι όσο αφορά την διακριτότητα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

float (en)

  1. το άρμα
  2. η σημαδούρα
  3. ο πλωτήρας προσθαλάσσωσης