flimsy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | flimsy |
συγκριτικός | flimsier |
υπερθετικός | flimsiest |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]flimsy (en)
- ψεύτικος, σαθρός, που είναι κακοφτιαγμένος και όχι αρκετά ισχυρός για τον σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιείται
- ⮡ flimsy shoes - ψεύτικα παπούτσια
- ⮡ a flimsy floor - σαθρό πάτωμα
- αραχνοΰφαντος, για ένα υλικό που είναι λεπτό και εύθραυστο
- σαθρός, αδύνατος, που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς
- ⮡ flimsy arguments - σαθρά/αδύνατα επιχειρήματα