flaw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
flaw | flaws |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]flaw (en)
- το ελάττωμα, η ατέλεια
- ⮡ the only flaw in his character - το μόνο ελάττωμα στο χαρακτήρα του
- ⮡ We all have our flaws.
- Όλοι έχουμε τις ατέλειές μας.
- το ράγισμα, η ρωγμή