firmly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | firmly |
συγκριτικός | firmlier / more firmly |
υπερθετικός | firmliest / most firmly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]firmly (en)
- ακράδαντα, με ισχυρό ή οριστικό τρόπο
- ↪ I am firmly convinced that…
- Είμαι ακράδαντα πεπεισμένος ότι…
- ↪ I am firmly convinced that…
Πηγές
[επεξεργασία]- firmly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:firmly"> , λήμμα: ακράδαντος