firewoman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
firewoman | firewomen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]firewoman (en) (αρσενικό fireman)
ενικός | πληθυντικός |
firewoman | firewomen |
firewoman (en) (αρσενικό fireman)