finne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]finne (da) κοινό
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]finne (no) αρσενικό
finne (da) κοινό
finne (no) αρσενικό