filling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: filing

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɪlɪŋ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός filling
συγκριτικός more filling
υπερθετικός most filling

filling (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
filling fillings

filling (en)

  1. η γέμιση
  2. το σφράγισμα, το κλείσιμο της τρύπας ενός δοντιού
    He did two fillings for me.
    Μου έκανε δύο σφραγίσματα.
    I have many fillings.
    Έχω πολλά σφραγίσματα.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

filling (en)