fil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fil (az)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fil fils

fil (fr) αρσενικό

  1. η κλωστή
  2. το νήμα, ο ειρμός
    j'ai perdu le fil de la discussion - έχασα το νήμα της συζήτησης
    le fil d'Ariane - το νήμα της Αριάδνης

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • de fil en aiguille



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet filz fil
cas régime fil filz

fil αρσενικό

  1. ο γιος
  2. όνομα προσφώνησης ενός νεαρού

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fil (tr)

  1. (θηλαστικό ζώο) ο ελέφαντας