fesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fesse < δημώδης λατινική fissa (σχισμή) < findere (σκίζω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fesse (fr) θηλυκό
fesse (fr) θηλυκό