fehlen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfeːlən/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : feh‐len
Ρήμα
[επεξεργασία]fehlen (de)
- λείπω
- fehlt dir etwas? - σου λείπει κάτι (τίποτα);