fazo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fazo | fazoj |
αιτιατική | fazon | fazojn |
fazo (eo)
- η φάση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fazo | fazoj |
αιτιατική | fazon | fazojn |
fazo (eo)