favoritisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fa.vɔ.ʁi.tism/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
favoritisme | favoritismes |
favoritisme (fr) αρσενικό
- ο φαβοριτισμός, η ευνοιοκρατία