fasten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fasten, από τα τέλη 11ου αιώνα < μέση αγγλική fastenen < αγγλοσαξονική fæstnian (στερεώνω, σταθεροποιώ, επικυρώνω, επιβεβαιώνω) < πρωτογερμανική *fastinon (στερεώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *fast (στερεός, σταθερός). Μορφολογικά αναλύεται σε fast -en.[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfɑː.sən/ & /ˈfɑːsn̩/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈfæs.ən/ & /ˈfæsn̩/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: fas‐ten
ενεστώτας fasten
γ΄ ενικό ενεστώτα fastens
αόριστος fastened
παθητική μετοχή fastened
ενεργητική μετοχή fastening

fasten (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. fasten - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)