fala
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fala (pl)
- το κύμα
- światło jest falą elektromagnetyczną - το φως είναι ηλεκτρομαγνητικό κύμα
- fale turystów wracających z wakacji spowodowały korki na drogach - τα κύματα των τουριστών που επέστρεφαν από τις διακοπές συνάντησαν μποτιλιαρίσματα στους δρόμους