faint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός faint
συγκριτικός fainter
υπερθετικός faintest

faint (en)

  1. αμυδρός, αδιόρατος, ανεπαίσθητος, που δεν μπορεί να φανεί, να ακουστεί ή να μυριστεί καθαρά
    ⮡  a faint sound - αμυδρός ήχος
    ⮡  a faint light - αμυδρό φως
    ⮡  a faint smile - ένα αδιόρατο χαμόγελο
    ⮡  a faint noise - ένας ανεπαίσθητος θόρυβος
  2. μικρός, πολύ μικρό· δυνατό αλλά απίθανο
    ⮡  There is a faint hope.
    Υπάρχει μια μικρή ελπίδα.
  3. άτολμος, χωρίς θάρρος και ενέργεια
  4. (όχι πριν από το ουσιαστικό) εξασθενημένος, εξαντλημένος, για ένα άτομο που αισθάνεται αδύναμο και κουρασμένο και είναι πιθανό να χάσει τις αισθήσεις του
    ⮡  faint with hunger - εξασθενημένος/εξαντλημένος από την πείνα
    ⮡  I feel faint.
    Μου έρχεται λιποθυμία.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

faint (en) (μόνο ενικός)

  • η λιποθυμία
    ⮡  a faint from the heat - λιποθυμία από τη ζέστη
ενεστώτας faint
γ΄ ενικό ενεστώτα faints
αόριστος fainted
παθητική μετοχή fainted
ενεργητική μετοχή fainting

faint (en)

  • λιποθυμάω
    ⮡  At the sight of blood she fainted.
    Στο αντίκρισμα του αίματος λιποθύμησε.