faculties
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]faculties (en)
- (στον πληθυντικό) νοητική ικανότητα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]faculties (en)
- πληθυντικός του faculty
faculties (en)
faculties (en)