facile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
facile faciles

facile (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
facile < facil- -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

facile (eo)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
facile facili

facile (it) αρσενικό ή θηλυκό



Επίρρημα

[επεξεργασία]

facile (la)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]