exploiter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρήμα
[επεξεργασία]exploiter (fr)
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- exploiter < exploit
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]exploiter (en)
- αυτός που εκμεταλλεύεται
exploiter (fr)
exploiter (en)