expand

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας expand
γ΄ ενικό ενεστώτα expands
αόριστος expanded
παθητική μετοχή expanded
ενεργητική μετοχή expanding

expand (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, επεκτείνω, διαστέλλω, διευρύνω, κάνω κάτι μεγαλύτερο σε μέγεθος, αριθμό ή σημασία· γίνομαι μεγαλύτερος σε μέγεθος, αριθμό ή σημασία
    The river expands and forms a lake.
    Ο ποταμός απλώνεται και σχηματίζει λίμνη.
    The stain expanded.
    Ο λεκές άπλωσε.
    Our foreign trade has expanded lately.
    Το εξωτερικό μας εμπόριο έχει επεκταθεί τελευταία.
    The goal of this fund is to achieve the improved, expanded, and viable use of basic social and economic services.
    Ο στόχος του ταμείου αυτού είναι να επιτύχει τη βελτιωμένη, επεκτεταμένη και βιώσιμη χρήση βασικών κοινωνικών και οικονομικών υπηρεσιών.
    Metals expand when they heat up.
    Τα μέταλλα διαστέλλονται όταν θερμανθούν.
    an expanded role/schedule - διευρυμένος ρόλος/ωράριο
    The President’s power must be expanded.
    Πρέπει να διευρυνθεί η εξουσία του Πρόεδρου.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) επεκτείνω, απλώνω, για επιχείρηση
    He decided to expand his operations.
    Αποφάσισε να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του.
    Our company is continually expanding.
    Η εταιρεία μας διαρκώς απλώνεται.
     συνώνυμα: extend

Παράγωγα

[επεξεργασία]