exhaust
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
exhaust | exhausts |
exhaust (en)
- η εξάτμιση
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | exhaust |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exhausts |
αόριστος | exhausted |
παθητική μετοχή | exhausted |
ενεργητική μετοχή | exhausting |
exhaust (en)
- εξαντλώ, εξουθενώνω
- ⮡ The last of his strength was exhausted./He exhausted the last of his strength.
- Εξαντλήθηκαν και οι τελευταίες του δυνάμεις.
- ⮡ The last of his strength was exhausted./He exhausted the last of his strength.