espouse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | espouse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | espouses |
αόριστος | espoused |
παθητική μετοχή | espoused |
ενεργητική μετοχή | espousing |
Ρήμα
[επεξεργασία]espouse (en)