enforce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας enforce
γ΄ ενικό ενεστώτα enforces
αόριστος enforced
παθητική μετοχή enforced
ενεργητική μετοχή enforcing

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪnˈfɔɹs/
ΔΦΑ : /ɪnˈfɔːs/

enforce (en)

  1. επιβάλλω
  2. εφαρμόζω, θέτω σε εφαρμογή
  3. (παρωχημένο) ισχυροποιώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]