enflammé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enflammé | enflammés |
θηλυκό | enflammée | enflammées |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- enflammé: επιθετικοποιημένη μετοχή
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]enflammé (fr)
- (κυριολεκτικά) πύρινος, που έχει πιάσει φωτιά
- (μεταφορικά) φλογερός, γεμάτος πάθος
Μετοχή
[επεξεργασία]enflammé (fr)