employ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας employ
γ΄ ενικό ενεστώτα employs
αόριστος employed
παθητική μετοχή employed
ενεργητική μετοχή employing

employ (en)

  1. απασχολώ, προσλαμβάνω, δίνω σε κάποιον μια δουλειά να κάνει για πληρωμή
    I employ a hundred workers.
    Απασχολώ εκατό εργάτες.
    I am employing new staff.
    Προσλαμβάνω καινούριο προσωπικό.
     συνώνυμα:  hire, take on και sign on
  2. (επίσημο) χρησιμοποιώ ως μέσο
    I employ my money/my time wisely.
    Χρησιμοποιώ φρόνιμα τα λεφτά μου/το χρόνο μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη use
  • employ - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 91, 748, 976. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:employ"> , λήμμα: απασχολώ, προσλαβαίνω, χρησιμοποιώ