empire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: umpire
      ενικός         πληθυντικός  
empire empires

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
empire < απώτατη αρχή, η λατινική imperium

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛmpaɪ.ə/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ɛmˌpaɪɹ/ (αμερικανικό)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

empire (en)

  • (ιστορία) η αυτοκρατορία
    ⮡  The Roman Empire spread throughout the entire Mediterranean.
    Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία απλωνόταν σ΄ όλη τη Μεσόγειο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
empire empires
empire < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική empire < (κληρονομημένο) λατινική imperium

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

empire (fr) αρσενικό

  1. (ιστορία) η αυτοκρατορία
    ⮡  l'empire perse - η περσική αυτοκρατορία
  2. το κράτος, η επήρεια
    ⮡  Il était sous l'empire de l'alcool.
    Βρισκόταν υπό την επήρεια του αλκοόλ (οινοπνεύματος).

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
empire: κλιτικός τύπος

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

empire (fr)

  1. α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής & υποτακτικής ενεστώτα του empirer
  2. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του empirer