embrace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
embrace | embraces |
embrace (en)
- η αγκαλιά
- (μεταφορικά) η αγκαλιά
- ↪ The homeland accepted the refugees into its embrace.
- H πατρίδα δέχτηκε στην αγκαλιά της τους πρόσφυγες.
- ↪ The homeland accepted the refugees into its embrace.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | embrace |
γ΄ ενικό ενεστώτα | embraces |
αόριστος | embraced |
παθητική μετοχή | embraced |
ενεργητική μετοχή | embracing |
embrace (en)
- (αμετάβατο) αγκαλιάζομαι
- (μεταβατικό) αγκαλιάζω
- (μεταβατικό, μεταφορικά) αγκαλιάζω, ασπάζομαι, ενστερνίζομαι, υιοθετώ (πχ ιδέες)
- (μεταφορικά, μεταβατικό) επωφελούμαι από κάτι, δράττομαι, αρπάζω
- ↪ He embraced the opportunity.
- Άρπαξε την ευκαιρία.
- ↪ He embraced the opportunity.