embarrassant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό embarrassant embarrassants
θηλυκό embarrassante embarrassantes

Επίθετο

[επεξεργασία]

embarrassant (fr)

  • που βάζει σε δύσκολη θέση, που προκαλεί αμηχανία

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη embarras