element
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
element | elements |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈel.ɪ.mənt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]element (en)
- το στοιχείο, απαραίτητο ή τυπικό μέρος κάτι· ένα από τα πολλά μέρη που περιέχει κάτι
- ↪ the comedic/dramatic element in a play - το κωμικό/δραματικό στοιχείο σ' ένα έργο
- ↪ Discipline is an important element in a school.
- Η πειθαρχία είναι σημαντικό στοιχείο σ' ένα σχολείο.
- (συνήθως ενικός) το στοιχείο, μια μικρή ποσότητα ιδιότητας ή αίσθησης
- ↪ We had the element of surprise on our side.
- Είχαμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού με το μέρος μας.
- ↪ There’s an element of truth in what he’s saying.
- Υπάρχει κάποιο στοιχείο αλήθειας σ' ό,τι λέει.
- ↪ We had the element of surprise on our side.
- (χημεία) το στοιχείο
- ↪ the periodic table of elements - ο περιοδικός πίνακας των στοιχείων
- ↪ Hydrogen and oxygen are elements.
- Το υδρογόνο και το οξυγόνο είναι στοιχεία.
- (μόνο πληθυντικός) τα στοιχεία της φύσεως, ο καιρός, ειδικά ο κακός καιρός
- ↪ We were exposed to the elements.
- Ήμασταν εκτεθειμένοι στη μανία των στοιχείων της φύσεως.
- ↪ We were exposed to the elements.
- (μόνο πληθυντικός) τα στοιχεία, οι βασικές αρχές ενός θέματος που πρέπει πρώτα να μάθω
- ↪ the elements of geometry - τα στοιχεία γεωμετρίας
- (θεωρία συνόλων) το στοιχείο, το μέλος συνόλου
- (πληροφορική, HTML, XML) το στοιχείο
- ↪ HTML elements tell the browser how to display the content.
- Τα στοιχεία HTML λένε στο πρόγραμμα περιήγησης πώς να εμφανίζει το περιεχόμενο.
- ↪ The HTML DOM uses a tree data structure to represent the hierarchy of elements.
- Το HTML DOM χρησιμοποιεί μια δομή δεδομένων δέντρου για την αναπαράσταση της ιεραρχίας των στοιχείων.
- δείτε επίσης: HTML element στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ↪ HTML elements tell the browser how to display the content.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- in one's element: στο στοιχείο του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]element (pl) αρσενικό
- το στοιχείο
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]element (sv)
- το στοιχείο
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Χημεία (αγγλικά)
- Θεωρία συνόλων (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- HTML (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)