element

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: élément
      ενικός         πληθυντικός  
element elements

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈel.ɪ.mənt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

element (en)

  1. το στοιχείο, απαραίτητο ή τυπικό μέρος κάτι· ένα από τα πολλά μέρη που περιέχει κάτι
    ⮡  the comedic/dramatic element in a play - το κωμικό/δραματικό στοιχείο σ' ένα έργο
    ⮡  Discipline is an important element in a school.
    Η πειθαρχία είναι σημαντικό στοιχείο σ' ένα σχολείο.
  2. (συνήθως ενικός) το στοιχείο, μια μικρή ποσότητα ιδιότητας ή αίσθησης
    ⮡  We had the element of surprise on our side.
    Είχαμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού με το μέρος μας.
    ⮡  There’s an element of truth in what he’s saying.
    Υπάρχει κάποιο στοιχείο αλήθειας σ' ό,τι λέει.
  3. (χημεία) το στοιχείο
    ⮡  the periodic table of elements - ο περιοδικός πίνακας των στοιχείων
    ⮡  Hydrogen and oxygen are elements.
    Το υδρογόνο και το οξυγόνο είναι στοιχεία.
  4. (μόνο πληθυντικός) τα στοιχεία της φύσεως, ο καιρός, ειδικά ο κακός καιρός
    ⮡  We were exposed to the elements.
    Ήμασταν εκτεθειμένοι στη μανία των στοιχείων της φύσεως.
  5. (μόνο πληθυντικός) τα στοιχεία, οι βασικές αρχές ενός θέματος που πρέπει πρώτα να μάθω
    ⮡  the elements of geometry - τα στοιχεία γεωμετρίας
  6. (θεωρία συνόλων) το στοιχείο, το μέλος συνόλου
     συνώνυμα: member
    δείτε επίσης: element στην αγγλική Βικιπαίδεια
  7. (πληροφορική, HTML, XML) το στοιχείο
    ⮡  HTML elements tell the browser how to display the content.
    Τα στοιχεία HTML λένε στο πρόγραμμα περιήγησης πώς να εμφανίζει το περιεχόμενο.
    ⮡  The HTML DOM uses a tree data structure to represent the hierarchy of elements.
    Το HTML DOM χρησιμοποιεί μια δομή δεδομένων δέντρου για την αναπαράσταση της ιεραρχίας των στοιχείων.
    δείτε επίσης: HTML element στην αγγλική Βικιπαίδεια

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

element (pl) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

element (sv)