e-mail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: email, émail, E-Mail

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
e-mail < electronic mail (νεολογισμός) του τέλους του 20ου αιώνα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈiːmeɪl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

e-mail (en)

  1. (διαδίκτυο) το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (ως μέσο επικοινωνίας)
  2. (διαδίκτυο) ημέιλ, η διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (συντομογραφία του e-mail address)
  3. (διαδίκτυο) ημέιλ, το μήνυμα που λαμβάνεται από ηλεκτρονικό ταχυδρομείο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • e-mail στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
e-mail < (άμεσο δάνειο) αγγλική e-mail electronic mail

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
e-mail e-mails

e-mail (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]