Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- e-mail < electronic mail (νεολογισμός) του τέλους του 20ου αιώνα
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]e-mail (en)
- (διαδίκτυο) το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (ως μέσο επικοινωνίας)
- (διαδίκτυο) ημέιλ, η διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (συντομογραφία του e-mail address)
- (διαδίκτυο) ημέιλ, το μήνυμα που λαμβάνεται από ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- e-mail στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- e-mail < (άμεσο δάνειο) αγγλική e-mail electronic mail
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
e-mails |
e-mail (fr) αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Νεολογισμοί (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Διαδίκτυο (αγγλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Πληροφορική (γαλλικά)