driver

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
driver drivers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

driver (en)

  1. ο οδηγός
  2. (επάγγελμα) κάποιος που οδηγεί για την επάγγελμα του
  3. (πληροφορική) συνώνυμο του device driver
    ※  Without drivers, the devices you connect to your computer, for example, a printer or video card won't work properly [1]
    Χωρίς προγράμματα οδήγησης, οι συσκευές που συνδέετε στον υπολογιστή σας, για παράδειγμα, ένας εκτυπωτής ή μια κάρτα βίντεο δεν θα λειτουργούν σωστά (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
    ※  If the manufacturer of your hardware is still in business, often the drivers are listed on their web page [2]
    Εάν ο κατασκευαστής του υλικού σας εξακολουθεί να υπάρχει, συχνά τα προγράμματα οδήγησης παρατίθενται στην ιστοσελίδα τους (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
    ※  Drivers are quite helpful in the respect that they allow hardware to interact with an operating system [3]
    Τα προγράμματα οδήγησης είναι αρκετά χρήσιμα από την άποψη ότι επιτρέπουν στο υλικό να αλληλεπιδρά με ένα λειτουργικό σύστημα (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
driver drivers

driver (fr) αρσενικό

  1. (στο γκολφ) παίκτης που εκτελεί ένα drive
  2. (στο γκολφ) ξύλινο γκλομπ
  3. (στις ιπποδρομίες) τζόκεϊ του παραπάνω αλόγου
  4. (πληροφορική) πρόγραμμα οδήγησης ενός εκτυπωτή
     συνώνυμα: pilote

Συγγενικά

[επεξεργασία]

driver (fr)

driver (fr)

  1. (στο γκολφ) εκτελώ ένα drive
  2. (στις ιπποδρομίες) οδηγώ (ένα άλογο δεμένο σε ένα sulky) με σιγανό καλπασμό