dried
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]dried (en) (χωρίς παραθετικά)
- ξερός, που του έχουν αφαιρέσει το νερό για να διατηρηθεί
- ↪ dried figs - ξερά σύκα
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]dried (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- dried - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 608. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:dried"> , λήμμα: ξερός