dreptate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dreptate (ro) θηλυκό

  1. το δίκιο
    hai dreptate - έχεις δίκιο
  2. η δικαιοσύνη