ditch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ditch ditches

ditch (en)

  • το χαντάκι, η τάφρος, το αυλάκι, το όρυγμα, ένα μακρύ κανάλι σκαμμένο στην άκρη ενός χωραφιού ή δρόμου, για να συγκρατήσει ή να πάρει νερό
    The ditch was uncovered.
    Το χαντάκι ήταν ακάλυπτο.
    They opened up ditches to irrigate the fields.
    Άνοιξαν χαντάκια για να ποτίζουν τα χωράφια.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας ditch
γ΄ ενικό ενεστώτα ditches
αόριστος ditched
παθητική μετοχή ditched
ενεργητική μετοχή ditching

ditch (en)

  1. (μεταβατικό) πετάω κάτι ως άχρηστο
    Ditch all these papers!
    Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
    They ditched all the old furniture and bought new ones.
    Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη junk
  2. σκάβω, φτιάχνω αυλάκι
  3. προσθαλασσώνω αναγκαστικά* (όχι υπό φυσιολογικές συνθήκες)
  4. παρατάω, εγκαταλείπω
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) το σκάω από κάτι
    I am ditching school.
    Το σκάω από το σχολείο.
    → δείτε την έκφραση play truant