displace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | displace |
γ΄ ενικό ενεστώτα | displaces |
αόριστος | displaced |
παθητική μετοχή | displaced |
ενεργητική μετοχή | displacing |
Ρήμα
[επεξεργασία]displace (en) (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή)
- εκτοπίζω, παίρνω τη θέση από κάποιον ή κάτι
- εκτοπίζω, αναγκάζω τους ανθρώπους να φύγουν από το σπίτι τους σε άλλο μέρος
- ↪ The war displaced millions of people.
- Ο πόλεμος ανάγκασε εκατομμύρια ανθρώπους να εκτοπιστούν.
- ↪ The war displaced millions of people.
- εκτοπίζω, αντικαθιστώ μια ποσότητα υγρού όταν μπαίνει ή επιπλέει σε αυτήν
- ↪ How much water does a ship displace?
- Πόσο νερό εκτοπίζει ένα πλοίο;
- ↪ How much water does a ship displace?
Πηγές
[επεξεργασία]- displace - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 275. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:displace"> , λήμμα: εκτοπίζω