discount

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
discount discounts

discount (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η έκπτωση
    The dress has a twenty percent discount.
    Το φόρεμα έχει έκπτωση είκοσι τοις εκατό.
    We’re giving a 10% discount for payments in cash.
    Δίνουμε έκπτωση 10% για πληρωμές τοις μετρητοίς.
ενεστώτας discount
γ΄ ενικό ενεστώτα discounts
αόριστος discounted
παθητική μετοχή discounted
ενεργητική μετοχή discounting

discount (en)

  1. κάνω έκπτωση, πουλάω με έκπτωση, μειώνω τις τιμές
    She discounted the print.
    Έκανε έκπτωση την τιμή.
  2. (επίσημο) υποτιμώ, αποδίδω σε κάτι μικρή σημασία