devis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
devis | devis |
devis (fr) αρσενικό
- προϋπολογισμός, προσφορά (προτού ζητήσουμε να κάνουμε κάποια έργα)
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]devis (eo)
- αόριστος του ρήματος devi