destroy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | destroy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | destroys |
αόριστος | destroyed |
παθητική μετοχή | destroyed |
ενεργητική μετοχή | destroying |
Ρήμα
[επεξεργασία]destroy (en)
- καταστρέφω
- εξολοθρεύω
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) ξεσκίζω, νικώ τον αντίπαλο με μεγάλη διαφορά