derived

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɪˈɹaɪvd/ (βρετανικό)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

derived (en)

  • παράγωγος, που παράγεται από κάτι άλλο που θεωρείται βασικό

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • derived στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια