dating
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dating (en)
- το να βγαίνει κανείς ραντεβού
- η χρονολόγηση (ο προσδιορισμός της χρονολογίας που έγινε ή κατασκευάστηκε κάτι)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]dating (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του date