défaut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
défaut défauts

défaut (fr) αρσενικό

  1. η έλλειψη
  2. το τέρμα
  3. το ελάττωμα, το κουσούρι
  4. το μειονέκτημα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]