débauche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
débauche < → δείτε τη λέξη débaucher

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.boʃ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

débauche (fr) θηλυκό