crux

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Crux
      ενικός         πληθυντικός  
crux cruxes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crux (en)

  1. (μόνο στον ενικό) η ουσία, ο κόμπος, το καίριο σημείο, η "καρδιά" ενός ζητήματος
    ⮡  To me this is the crux of the problem.
    Για μένα αυτή είναι η ουσία του προβλήματος.
    ⮡  This is crux of the problem!
    Αυτός είναι ο κόμπος!
  2. (στην ορειβασία) το δυσκολότερο σημείο μιας αναρρίχησης

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crux (la) θηλυκό γ' κλίσεως

  1. o σταυρός (το όργανο θανάτωσης)
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική crux crucēs
γενική crucis crucum
δοτική crucī crucibus
αιτιατική crucem crucēs
κλητική crux crucēs
αφαιρετική cruce crucibus
(γ' κλίση)