crude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]crude (en)
- αργός, ακατέργαστος
- crude oil - αργό πετρέλαιο
- χονδροειδής
- που δεν κρύβει τίποτα
- the crude truth - η ωμή αλήθεια
crude (en)