croissant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό croissant croissants
θηλυκό croissante croissantes

croissant (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
croissant croissants

croissant (fr) αρσενικό