croissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | croissant | croissants |
θηλυκό | croissante | croissantes |
croissant (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
croissant | croissants |
croissant (fr) αρσενικό
- το κρουασάν