crisper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈkrɪspə/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crisper

  • συρτάρι λαχανικών και φρούτων στο κάτω μέρος ψυγείου

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

crisper (fr)

  1. συσπώ
  2. εκνευρίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  1. crispation
  2. crispant - crispante