corto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corto (es)

  • κοντός, αντικείμενο με μικρό μήκος



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corto (it)

  • κοντός, αντικείμενο με μικρό μήκος