convoitise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.vwa.tiːz/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
convoitise convoitises

convoitise (fr) θηλυκό