contact

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
contact contacts

contact (en)

  1. η επαφή
  2. ο φακός επαφής
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contact lens
ενεστώτας contact
γ΄ ενικό ενεστώτα contacts
αόριστος contacted
παθητική μετοχή contacted
ενεργητική μετοχή contacting

contact (en)

  • έρχομαι σε επαφή με κάποιον
    I haven’t contacted him in three years./It has been three years since I contacted him.
    Έχω τρία χρόνια να έρθω σ' επαφή μαζί του;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reach out



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
contact < λατινική contactus < tangere, ακουμπώ

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
contact contacts

contact (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]