contact
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
contact | contacts |
contact (en)
- η επαφή
- ο φακός επαφής
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contact lens
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | contact |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contacts |
αόριστος | contacted |
παθητική μετοχή | contacted |
ενεργητική μετοχή | contacting |
contact (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
contact | contacts |
contact (fr) αρσενικό
- η επαφή, η επικοινωνία